- υπερακρατής
- -ές, Α(μόνο το επίρρ.) ὑπερακρατῶςμε πλήρη ακράτεια, χωρίς εγκράτεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀκρατής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερακρατῶς — ὑπερακρατής very incontinent adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek